Η γιαγιά Αλεξία είχε κότες, κουνέλια, τυροκομούσε, ύφαινε και σταύρωνε τις κότες πριν τις σφάξει. Έλεγε πως πρέπει να αγαπάμε τις αράχνες και τα σαμιαμίδια. Και την Μεγάλη Εβδομάδα χανόταν για ώρες στις εκκλησίες και τα ξωκλήσια. Πριν μπει όμως στην εκκλησία, σταματούσε, έβγαζε τα ταλαιπωρημένα από τα χώματα και τις πέτρες παπούτσια της και έβαζε το καλό της ζευγάρι. Τα παπούτσια που είχε μόνο για τις γιορτές. Οι άνθρωποι, έλεγε, δεν πρέπει να είναι σπάταλοι και να φορούν τα καλά τους παπούτσια στους κακούς δρόμους, αλλά δεν πρέπει να είναι και μίζεροι και να μην έχουν ένα ζευγάρι καλά παπούτσια. Το Μεγάλο Σάββατο μοίραζε σε όσους είχαν ανάγκη τυρί, λάδι, παξιμάδια. Μάλωνε με τον άντρα της που φώναζε ότι ταΐζει τους χαραμοφάηδες, αλλά δεν έκανε πίσω. Και την Ανάσταση έστρωνε το μεγάλο τραπέζι με όλα τα καλά, αλλά η ίδια δεν καθόταν να φάει. Γυρνούσε στην εκκλησία για την Αναστάσιμη ακολουθία. Ο Σταύρος Θεοδωράκης αναπλάθει σε αυτό το podcast τα όσα έζησε στο χωριό του το Πάσχα του 1988. Νηστείες, τσακωμοί, αλλά και τραπέζια σκεπασμένa με λευκά σεντόνια. Τα έβγαζες και άχνιζε ο τόπος ευτυχία.